- τριστάδιος
- τριστάδιοςmeasuring three stadesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριστάδιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών σταδίων (α. «ἦν δὲ ὁ μὲν μέγιστος τῶν τροχῶν τριστάδιος τὸ πλάτος», Πλάτ. β. «τριστάδιος μήκει», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στάδιος (< στάδιον), πρβλ. δεκα στάδιος] … Dictionary of Greek
τρισταδίῳ — τριστάδιος measuring three stades masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)